νικηταί

νικηταί
νικητής
winner
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νικῆται — νῑκῆται , νικάω conquer pres subj mp 3rd sg (doric) νῑκῆται , νικάω conquer pres ind mp 3rd sg (doric) νῑκῆται , νικάω conquer pres subj mp 3rd sg (epic ionic) νῑκῆται , νικάω conquer pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • побѣдитель — ПОБѢДИТЕЛ|Ь (10), Ѧ с. Победитель, тот, кто одерживал победу: и пѣсни побѣдьныѥ побѣдителю х҃сѹ въспѣвающе. (τῷ νικητῇ) ЖФСт к. XII, 117 об.; тебе побѣдителѧ съмьрти въпиѥмъ. УСт к. XII, 19; с҃нъ б҃жии… сѹпостатомъ побѣдитель избавитель чл҃вкомъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αρριανών, δήμος — Νέος δήμος (5.781 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους συνοικισμούς Αγιοχώριον, Αρριανά, Κίνυρα, Πλαγιά, Λύκειον, Μικρό Πιστόν, Μύστακας, Νέδα, Στροφή και Νικήται της κοινότητας Αρριανών, Ήπιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”